- αἰτίᾱμα
- αἰτίᾱμα, Beschuldigung, Anklage
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αιτίαμα — αἰτίαμα, το (AM) [αἰτιῶμαι] κατηγορία, απόδοση ενοχής … Dictionary of Greek
αἰτίαμα — αἰτίᾱμα , αἰτίαμα charge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… … Dictionary of Greek
αἰτιαμάτων — αἰτιᾱμάτων , αἰτίαμα charge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάμασι — αἰτιά̱μασι , αἰτίαμα charge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάμασιν — αἰτιά̱μασιν , αἰτίαμα charge neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάματα — αἰτιά̱ματα , αἰτίαμα charge neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάματι — αἰτιά̱ματι , αἰτίαμα charge neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιάματος — αἰτιά̱ματος , αἰτίαμα charge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)